Chinese Greek Dictionary

中文, 汉语, 漢語 - ελληνικά

窗户 in Greek:

1. παράθυρο παράθυρο


Και οι δύο πήγανε στο παράθυρο για να κοιτάξουν έξω.

other words beginning with "窗"

窗口 in Greek
窗台 in Greek
窗帘 in Greek