Turkish Greek Dictionary

Türkçe - ελληνικά

kalem in Greek:

1. στυλό στυλό


Παρακαλώ, δώσε μου αυτό το στυλό.

Greek word "kalem"(στυλό) occurs in sets:

Σχολικά είδη στα τουρκικά

2. μολύβι μολύβι


Περισσότερο από το σίδερο, περισσότερο από το μολύβι, περισσότερο από τον χρυσό, χρειάζομαι τον ηλεκτρισμό. Τον έχω ανάγκη περισσότερο από το αρνάκι ή το χοιρινό ή το μαρούλι ή το αγγουράκι. Τον έχω ανάγκη για τα όνειρά μου.

Greek word "kalem"(μολύβι) occurs in sets:

Εξοπλισμός γραφείου στα τουρκικά