Polish Greek Dictionary

język polski - ελληνικά

wieprzowina in Greek:

1. χοιρινό χοιρινό


Περισσότερο από το σίδερο, περισσότερο από το μολύβι, περισσότερο από τον χρυσό, χρειάζομαι τον ηλεκτρισμό. Τον έχω ανάγκη περισσότερο από το αρνάκι ή το χοιρινό ή το μαρούλι ή το αγγουράκι. Τον έχω ανάγκη για τα όνειρά μου.

Greek word "wieprzowina"(χοιρινό) occurs in sets:

jedzonko Grecki
słówka grecki
Grecki A 2.1