Dutch Greek Dictionary

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

leuk in Greek:

1. καλός καλός


Αυτός φαίνεται καλός άνθρωπος.
Ο καλός ο καπετάνιος στην φουρτούνα φαίνεται.

Greek word "leuk"(καλός) occurs in sets:

Επίθετα προσωπικότητας στα ολλανδικά