English Greek Dictionary

English - ελληνικά

certain in Greek:

1. σίγουρος


Δεν είμαι σίγουρος πώς να προσφέρω αυτή τη λέξη.

Greek word "certain"(σίγουρος) occurs in sets:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 551 - 600

2. ορισμένοι


Γνωρίζω ότι ορισμένοι άνθρωποι ίσως προσβληθούν αλλά δεν με νοιάζει.