Czech Greek Dictionary

český jazyk - ελληνικά

musí in Greek:

1. πρέπει πρέπει


Η ώρα είναι έντεκα, πρέπει τα παιδιά να πάνε για ύπνο, έχουν σχολείο αύριο.
Η Πάουλα πρέπει να βοηθήσει τον πατέρα της στην κουζίνα.